Μικροδιήγημα που δημοσιεύτηκε στις Ιστορίες Μπονζάι
Είδα το σπίτι να καταρρέει όταν ήμουν έντεκα χρονών. Πρώτα άκουσα το θόρυβο... Βαθύ, υπόκωφο, στεναχτικό. Ύστερα είδα τη σκόνη, τα μικρά μόρια της ύλης όπως έβγαιναν από τους τοίχους και τα παράθυρα πριν να αγγίξουν τη γη μέσα στο χάος της κακοφωνίας τους. Όλα τέλειωσαν για να ξαναρχίσουν σε μερικές εβδομάδες από την ανάποδη. Το χτίσιμο, η ανόρθωση, η αποκατάσταση.
Το νέο σπίτι ήταν πιο μεγάλο από το παλιό. Έκοψαν δέντρα, ισοπέδωσαν παρτέρια για να το βολέψουν. Του έβαλαν δεύτερο πάτωμα από πάνω για να έχει ο πατέρας γραφείο, η μητέρα εργαστήριο για τα κεραμικά της και τα παιδιά -- εμείς -- δικό τους δωμάτιο το καθένα.
Το σπίτι με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Μια γάτα ξαπλωμένη στο περβάζι τού παραθύρου ρίχνει κλεφτές ματιές στο εσωτερικό τού σπιτιού χωρίς να τολμά να μπει από την ανοιχτή πόρτα. Η μητέρα βγαίνει με ένα καλάθι γεμάτο πλυμένα ρούχα. Με βλέπει. Αφήνει κάτω το καλάθι και τρέχει να με προϋπαντήσει.
Στέκομαι στην εξώπορτα και δε λέω να κουνηθώ. Με φτάνει, με αγκαλιάζει, «Πώς από δω», ρωτάει. «Τι έκπληξη, έπρεπε να με ειδοποιήσεις πως θα έρθεις, να ετοιμάσω φαγητό.»
Το νέο σπίτι είναι πάνω από είκοσι χρονών πια. Περιτριγυρίζεται από νεόχτιστα, η κωμόπολη έχει γίνει πόλη, οι δρόμοι έχουν γεμίσει αυτοκίνητα, ταξί, λεωφορεία. Το σπίτι είναι παλιό για άλλη μια φορά. Η μητέρα έχει γκριζάρει, τα μάτια της έχουν χαθεί μέσα σε άπειρες μικρές γραμμές και καφετιές κηλίδες. Δε χρησιμοποιεί αντηλιακό.
Θέλω να κάτσω στην παλιά πολυθρόνα του πατέρα, αυτή που κάποτε ανήκε στον δικό του πατέρα.
Η μητέρα κάνει κύκλους γύρω μου σαν ελικόπτερο, βγάζει γλυκό βύσσινο, κανταΐφι, μήλα και μπανάνες, πορτοκαλάδα, με ρωτά αν θέλω φραπέ, βουίζει και γουργουρίζει.
Όταν κάθεται κάτω τελικά, βλέπω την ανησυχία στο πρόσωπό της, τα μάτια της έχουν χωθεί πιο βαθιά μέσα στις ρυτίδες της.
«Γιατί ήρθες, λοιπόν; Όλα καλά;» ρωτά με προσποιητή ηρεμία.
Κουνάω το κεφάλι, «όχι», λέω, «δεν είμαι καλά.»
Χτυπάει την ποδιά με τα χέρια της.
«Αχ, τι είναι, παιδί μου; Προβλήματα με τη δουλειά; Τον Αντρέα;»
«Θα γκρεμίσουν το σπίτι», λέω. «Πρέπει να μετακομίσουμε.»
«Το σπίτι σας;»
«Ναι.»
Μένουμε έντεκα χρόνια στο σπίτι με τον Αντρέα και τα παιδιά. Τα κυριακάτικα πρωινά βγαίνουμε στη βεράντα με τις μπουκαμβίλιες κι ατενίζουμε την ανατολή. Τα βράδια βγαίνουμε στο μπαλκόνι και μετράμε τα αστέρια ή τα σύννεφα. Τα απογεύματα τα παιδιά παίζουν στην αυλή με τις πικροδάφνες. Τώρα πρέπει να φύγουμε.
«Πού θα ξαναβρείτε τέτοιο σπίτι με τέτοιο ενοίκιο;» αναρωτιέται η μητέρα. «Σε κανένα διαμέρισμα θα κλειστείτε.»
Γνέφω καταφατικά.
«Πιστεύεις πως τα σπίτια έχουν συνείδηση;» ρωτάω.
«Τι είπες;»
«Τίποτα. Σκέφτομαι φωναχτά.»
Τη φιλάω, σηκώνομαι.
«Φεύγεις κιόλας;» με ρωτά απογοητευμένη.
Δεν μπορώ να μείνω πουθενά πια.
Σταματώ μπροστά στο σπίτι των γονιών μου, «Μήπως εσύ μπορείς να μου λύσεις την απορία;» του ψιθυρίζω.
Το αεράκι μπαίνει μέσα από το ανοιχτό παράθυρο και κάνει την κουρτίνα να χορέψει.
«Αν είχες στόμα, θα μου έλεγες αν μπορείς να διαβάσεις στο χώμα το παράπονο του προκατόχου σου», λέω και επιταχύνω το βήμα μου πριν με ακούσει κανείς.
Comments